- διατοιχίζω
- μετ. отделять стеной;
διατοιχίζομαι мор. — испытывать боковую качку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διατοιχίζομαι мор. — испытывать боковую качку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διατοιχίζω — [τοιχίζω] 1. χωρίζω έναν χώρο από έναν άλλο με τοίχο 2. μέσ. διατοιχίζομαι διατοιχώ … Dictionary of Greek
διατοιχίζω — διατοίχισα, διατοιχίστηκα, διατοιχισμένος, χωρίζω κάποιο χώρο χτίζοντας τοίχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατοίχισμα — το [διατοιχίζω] ενδιάμεσος τοίχος, χώρισμα με τοίχο … Dictionary of Greek